Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀκιδνός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀκιδνός[ᾰ], , -όν, αδύναμος, ασθενής, άτονος, άψυχος, σε Όμηρ.· πάντοτε ο συγκρ. ἀκιδνότερος, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).