LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀκεστός"
- ἀκεστός, -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἀκέομαι, θεραπευτός· μεταφ., αυτός που αναγεννάται, ξαναζωντανεύει εύκολα, σε Ομήρ. Ιλ.