Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀκίνητος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀ-κίνητος, -ον και , -ον (κινέω), I. 1. ακίνητος, αυτός που δεν κινείται, λέγεται για την Δήλο, σε Χρησμ. παρά Ηροδ.· ἐξ ἀκινήτου ποδός, χωρίς να κινήσει το πόδι, σε Σοφ. 2. αργός, οκνηρός, οκνός, νωθρός, τεμπέλης, σε Αριστοφ. 3. ακίνητος, αμετάβλητος, για νόμους, σε Θουκ. κ.λπ. II. ακίνητος, δύσκολος στο να κινηθεί, δυσκίνητος, σε Πλάτ., Λουκ.· επίρρ. ἀκινήτως ἔχειν, είμαι αμετακίνητος, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. αυτός που δεν επιτρέπεται κάποιος να τον κινήσει ή να τον αγγίξει, απαραβίαστος, ιερός, Λατ. non movendus, τάφος, σε Ηρόδ.· παροιμ. λέγεται για ιερά πράγματα, κινεῖν τὰἀκίνητα, στον ίδ.· επίσης τἀκίνητα φράσαι, σε Σοφ. 3. λέγεται για πρόσωπα, ακίνητος, αμετακίνητος, σταθερός, ισχυρογνώμων, στον ίδ.