LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀθλοφόρος"
- ἀθλο-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που αποκομίζει, που λαμβάνει το έπαθλο, ο νικητής· ἵππος, σε Ομήρ. Ιλ.· σε Ιων. τύπο ἀεθλ-, στο ίδ., σε Ηρόδ.