LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀθλητής"
- ἀθλητής, συνηρ. από το ἀεθλητής, -οῦ, ὁ (ἀθλέω), διεκδικητής επάθλου ή βραβείου, Λατ. athleta· ως επίθ., ἀθλητὴς ἵππος, ίππος κατάλληλος για ιπποδρομία, σε Λυσ. II. με γεν. πράγμ., εξασκημένος σε κάτι, εκπαιδευμένος, σε Πλάτ.