Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀθήρ"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
ἀθήρ, -έρος, , I. 1. αθέρας, στάχυ σιταριού, σε Ησίοδ. 2. φλούδα σιταριού, άχυρο, σε Λουκ. II. αιχμή όπλου, σε Αισχύλ. κ.λπ.
ἀ-θήρευτος, -ον (θηρεύω), αυτός που δεν θηρεύτηκε, σε Ξεν.
ἀθηρη-λοιγός, (ἀθήρ), αυτός που καταστρέφει τα στάχυα του σιταριού, λέγεται για τη διαδικασία της διαλογής του, λίχνισμα σιταριού, σε Ομήρ. Οδ.
ἄ-θηρος, -ον (θήρ), αυτός που δεν έχει άγρια θηρία ή κυνήγι, σε Ηρόδ.· τὸ ἄθηρον, απουσία θηραμάτων ή κυνηγιού, σε Πλούτ.