Αποτελέσματα για: "ἀθήρ"
Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
-
ἀθήρ, -έρος, ὁ, I. 1. αθέρας, στάχυ σιταριού, σε Ησίοδ. 2. φλούδα σιταριού, άχυρο, σε Λουκ. II. αιχμή όπλου, σε Αισχύλ. κ.λπ.
-
ἀ-θήρευτος, -ον (θηρεύω), αυτός που δεν θηρεύτηκε, σε Ξεν.
-
ἀθηρη-λοιγός, ὁ (ἀθήρ), αυτός που καταστρέφει τα στάχυα του σιταριού, λέγεται για τη διαδικασία της διαλογής του, λίχνισμα σιταριού, σε Ομήρ. Οδ.
-
ἄ-θηρος, -ον (θήρ), αυτός που δεν έχει άγρια θηρία ή κυνήγι, σε Ηρόδ.· τὸ ἄθηρον, απουσία θηραμάτων ή κυνηγιού, σε Πλούτ.