LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀηδών"
- ἀηδών, -όνος, ἡ (ἀείδω), τραγουδίστρια, αοιδός, ποιήτρια, δηλ. το ίδιο το αηδόνι, σε Ησίοδ. κ.λπ.· λέγεται για την κόρη του Πανδάρεω, που μεταμορφώθηκε σε αηδόνι, σε Όμηρ.