Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀετός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀετός[ᾱ], Επικ. και Ιων. αἰετός, -οῦ, , I. 1. ο αετός, σε Όμηρ. κ.λπ.· παροιμ., ἀετὸς ἐν νεφέλαισι, λέγεται για κάτι εντελώς ανέφικτο, σε Αριστοφ. 2. ο αετός ως σημαία των Περσών, σε Ξεν.· και στους Ρωμαίους, σε Πλούτ. II. στην αρχιτεκτονική, σημαίνει το αέτωμα μιας οικίας ή ενός ιερού, σε Αριστοφ.