Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀείρω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀείρω (√ΑΕΡ), Ιων. και ποιητ. ρήμα (πρβλ. ἀείδω), σε Αττ. αἴρω (βλ. αυτ.), σε Αιολ. ἀέρρω· παρατ. ἤειρον, Επικ. ἄειρον, μέλ. ἀρῶ [ᾱ], συνηρ. από το ἀερῶ (που δεν απαντά πουθενά)· αόρ. αʹ ἤειρα, Επικ. ἄειραΜέσ., μέλ. ἀροῦμαι [ᾱ], απαρ. αορ. αʹ ἀείρασθαι, μτχ. -άμενοςΠαθ., αόρ. αʹ ἠέρθην, Επικ. ἀέρθην, γʹ πληθ. ἄερθεν, παρακ. ἤερμαι, γʹ ενικ. Επικ. υπερσ. ἄωρτο, Ιων. ἄορτο· I. 1. υψώνω, εγείρω, σηκώνω, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἱστία στεῖλαν ἀείραντες, μάζεψαν τα ιστία τυλίγοντάς τα, σε Ομήρ. Οδ.· ιδίως, σηκώνω με σκοπό να μεταφέρω, απάγω, κουβαλώ, μεταβιβάζω, μεταφέρω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄχθος ἀείρειν, λέγεται για φορτηγά πλοία, σε Ομήρ. Οδ.· μή μοι οἶνον ἄειρε, μη μου προσφέρεις κρασί, σε Ομήρ. Ιλ. 2. αθροίζω, συναθροίζω, συλλέγω· λεκτὸν ἀροῦμεν στόλον, σε Αισχύλ. II. 1. Μέσ., αποκομίζω για τον εαυτό μου, δηλ. κερδίζω, λαμβάνω· με αιτ. πράγμ., σε Ομήρ. Ιλ. 2. εγείρω, προκαλώ ή εξάπτω, ερεθίζω, διεγείρω· ἀείρασθαι πόλεμον, επιχειρώ μακροχρόνια πολεμική σύγκρουση, σε Ηρόδ.· βαρὺς ἀείρεσθαι, αυτός που είναι αργός στην εκτέλεση ενός πράγματος, βραδύς στο να επιχειρήσει κάτι, στον ίδ. 3. ἀείρασθαι τὰ ἱστία, σηκώνω τα πανιά, ξεκινώ τον πλουν· ή χωρίς τη λέξη ἱστία, στον ίδ. III. 1. Παθ., σηκώνομαι ή μεταφέρομαι, σε Ομήρ. Οδ.· ἀείρεσθαι εἰς..., σηκώνομαι και αποχωρώ προς ένα άλλο μέρος, μεταναστεύω, σε Ηρόδ.· λέγεται κυρίως για ναυτικούς, αλλά επίσης και για ταξίδια ξηράς, στον ίδ. 2. κρέμομαι, εξαρτώμαι· πὰρ κουλεὸν αἰὲν ἄωρτο, (το εγχειρίδιο, το στιλέτο) ήταν κρεμασμένο πάντα δίπλα στο θηκάρι του ξίφους, σε Ομήρ. Ιλ. 3. μεταφ., ξεσηκώνομαι, βρίσκομαι σε διέγερση, σε έξαψη, σε Σοφ.