Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀείδω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀείδω, Ιων. και ποιητ. ρήμα (πρβλ. ἀείρω), σε Αττ. ᾄδω· παρατ. ἤειδον, Επικ. ἄειδον, Αττ. ᾖδον· μέλ. ἀείσομαι, Αττ. ᾄσομαι· σπανίως σε Ενεργ. τύπο ἀείσω· ακόμη σπανιότερα απαντά ο τύπος ᾄσω· Δωρ. ᾀσεῦμαι, ᾀσῶ· αόρ. αʹ ἤεισα, Επικ. ἄεισα [ᾰ], προστ. ἄεισον, Αττ. ᾖσαΠαθ., Αττ. αόρ. αʹ ᾔσθην, παρακ. ᾖσμαι· I. άδω, παράγω οξύ ήχο, λέγεται για τη χορδή του τόξου, σε Ομήρ. Οδ.· σφυρίζω, λέγεται για τον άνεμο, σε Μόσχ.· κάνω πάταγο, λέγεται για λίθο που προσκρούει κάπου, σε Θεόκρ. II. μτβ., 1. με αιτ. πράγμ., ψάλλω, διηγούμαι ψάλλοντας· μῆνιν, παιήονα, κλέα ἀνδρῶν, σε Όμηρ.· απόλ., ἀείδειν ἀμφί τινος, ψάλλω προς έπαινο κάποιου, εξυμνώ, σε Ομήρ. Οδ.Παθ., λέγεται για άσματα, άδομαι, ψάλλομαι, σε Ηρόδ.· ᾆσμα καλῶς ᾀσθέν, σε Ξεν. 2. με αιτ. προσ., ψάλλω, επαινώ, σε Αττ.