
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀεί"
- ἀεί[ᾱ], Επικ. αἰεί, αἰέν, επίρρ., πάντοτε, αιωνίως, διαπαντός, σε Όμηρ. κ.λπ.· συχνά και με άλλους χρονικούς προσδιορισμούς· διαμπερὲς αἰεί, συνεχὲς αἰεί, ἐμμενὲς αἰεί, στον ίδ.· ἀεὶ καθ' ἡμέραν, καθ' ἡμέραν ἀεί, ἀεὶ καὶ καθ' ἡμέραν, ἀεὶ κατ' ἐνιαυτόν, ἀεὶ διὰ βίου κ.λπ., σε Πλάτ. κ.λπ.· βλ. εἰσαεί· ὁ ἀεὶ χρόνος, η αιωνιότητα, σε Ηρόδ., Πλάτ.· οἱ ἀεὶ ὄντες, οι αθάνατοι, σε Ξεν. κ.λπ.· αλλά: ὁ αἰεὶ βασιλεύων, ο εκάστοτε βασιλιάς (ο βασιλιάς μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου), σε Ηρόδ.· τοῖσι τούτων αἰεὶ ἐκγόνοισι, στους διά παντός απογόνους τους, στον ίδ. (η ρίζα είναι ΑΙϜ· πρβλ. Λατ. aev-um, aetas, δηλ. aev-itas).
- ἀεί-βολος, -ον (βάλλω), αυτός που βάλλεται συνεχώς, σε Ανθ.
- ἀει-γενέτης, μόνο σε Επικ. τύπο αἰει-γενέτης, -ου, ὁ (γίγνομαι)· επίθ. των θεών, όπως το αἰὲν ἐόντες = αιώνιοι, αθάνατοι· θεῶν αἰειγενετάων, θεοῖς αἰειγενέτῃσιν, σε Ομήρ. Ιλ.
- ἀει-γενής, -ές (γί-γνομαι), αιώνιος, σε Πλάτ., Ξεν.
- ἀ-ειδής, -ές (εἶδος), αόρατος, ο άνευ σωματικής μορφής, ασώματος, άυλος, σε Πλάτ.
- ἀει-δίνητος[ῑ], -ον (δινέω), αυτός που περιστρέφεται συνεχώς, σε Ανθ.
- ἀείδω, Ιων. και ποιητ. ρήμα (πρβλ. ἀείρω), σε Αττ. ᾄδω· παρατ. ἤειδον, Επικ. ἄειδον, Αττ. ᾖδον· μέλ. ἀείσομαι, Αττ. ᾄσομαι· σπανίως σε Ενεργ. τύπο ἀείσω· ακόμη σπανιότερα απαντά ο τύπος ᾄσω· Δωρ. ᾀσεῦμαι, ᾀσῶ· αόρ. αʹ ἤεισα, Επικ. ἄεισα [ᾰ], προστ. ἄεισον, Αττ. ᾖσα — Παθ., Αττ. αόρ. αʹ ᾔσθην, παρακ. ᾖσμαι· I. άδω, παράγω οξύ ήχο, λέγεται για τη χορδή του τόξου, σε Ομήρ. Οδ.· σφυρίζω, λέγεται για τον άνεμο, σε Μόσχ.· κάνω πάταγο, λέγεται για λίθο που προσκρούει κάπου, σε Θεόκρ. II. μτβ., 1. με αιτ. πράγμ., ψάλλω, διηγούμαι ψάλλοντας· μῆνιν, παιήονα, κλέα ἀνδρῶν, σε Όμηρ.· απόλ., ἀείδειν ἀμφί τινος, ψάλλω προς έπαινο κάποιου, εξυμνώ, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., λέγεται για άσματα, άδομαι, ψάλλομαι, σε Ηρόδ.· ᾆσμα καλῶς ᾀσθέν, σε Ξεν. 2. με αιτ. προσ., ψάλλω, επαινώ, σε Αττ.
- ἀει-ζώων, -ουσα, -ον (ζάω), αυτός που ζει αιώνια· φύτλη, σε Ανθ.
- ἀει-θᾰλής, -ές (θάλλω), αυτός που είναι πάντοτε ανθηρός, συνέχεια ανθισμένος, ακμαίος, σε Ανθ.
- ἀ-εικέλιος, -α, -ον ή -ος, -ον = ἀεικής, σε Όμηρ., Ηρόδ.· συνηρ. αἰκέλιος, σε Θέογν., Ευρ.· επίρρ. -ίως, σε Ομήρ. Οδ.
- ἀ-εικής, -ές (εἴκω), 1. ανάρμοστος, υβριστικός, απρεπής· ἀεικέα λοιγὸν ἀμύνειν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀεικέα (εἵματα), σε Ομήρ. Οδ.· δεσμὸς ἀεικής, σε Αισχύλ.· στολή, σε Σοφ.· ἀεικέστερα ἔπεα, σε Ηρόδ.· οὐδὲν ἀεικὲς παρέχεσθαι, δεν προξενώ καμία ενόχληση, στον ίδ.· επίρρ. ἀεικῶς· Ιων. -έως, σε Σιμων.· ἀεικές, ως επίρρ., σε Ομήρ. Οδ. 2. λίγος, ευτελής· μισθός, ἄποινα, σε Ομήρ. Ιλ. 3. οὐδὲν ἀεικές ἐστι, με απαρ., δεν είναι καθόλου παράξενο, παράδοξο ότι..., σε Ηρόδ., Αισχύλ.· πρβλ. σε Αττ. αἰκής.
- ἀεικία, Ιων. -ίη [ῑ], ἡ (ἀεικής), απρεπής συμπεριφορά, ύβρη, προσβολή, σε Όμηρ., Ηρόδ.· πρβλ. σε Αττ. αἰκία.
- ἀεικίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ· Επικ. αόρ. αʹ ἀείκισσα — Μέσ., Επικ. αόρ. αʹ ἀεικισσάμην — Παθ., Επικ. απαρ. αορ. αʹ, ἀεικισθήμεναι· συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι απρεπώς, βλάπτω, αδικώ, σε Όμηρ.· οὐ γὰρ ἐγώ σ' ἔκπαγλον ἀεικιῶ, δεν θα σου προξενήσω μεγάλη ατιμία, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., με Ενεργ. σημασία, στον ίδ.· πρβλ. σε Αττ. αἰκίζω.
- ἀει-λογία, ἡ (λέγω), συνεχής ομιλία, πολυλογία· ως Αττ. δικανικός όρος, τὴν ἀειλογίαν προτείνεσθαι ή παρέχειν, σε Δημ.
- ἀεί-μνηστος, -ον (μνάομαι), άξιος διαρκούς μνήμης, αυτός που μνημονεύεται πάντοτε, σε Τραγ., Θουκ.· επίρρ. -τως, σε Αισχίν.
- ἀεί-ναος, -ον = ἀέναος, βλ. αυτ.
- ἀεί-νηστις, -ιος, ὁ, ἡ, αυτός που νηστεύει πάντοτε, σε Ανθ.
- ἀεί-νως, -ων, Αττ. συνηρ. αντί ἀείναος, βλ. ἀέναος.
- ἀει-πάρθενος, ἡ, αιωνία παρθένος, σε Σαπφώ.
- ἀεί-ρῠτος, -ον, αυτός που ρέει συνεχώς· κρήνη, σε Σοφ.