Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀδόξαστος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀ-δόξαστος, -ον (δοξάζω), αυτός που δεν υπόκειται στην υποκειμενική άποψη κάποιου αλλά βασίζεται στην επιστήμη, δηλ. βέβαιος, σε Πλάτ.