LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀδόκητος"
- ἀ-δόκητος, -ον (δοκέω), I. απροσδόκητος, σε Ησίοδ., Σοφ. κ.λπ.· τὸ ἀδόκητον, το απροσδόκητο, η έκπληξη, σε Θουκ. II. επίρρ. -τως, στον ίδ.· ομοίως και ἀδόκητα ως επίρρ., σε Ευρ.· ἀπὸ τοῦ ἀδοκήτου, σε Θουκ.