LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀδολέσχης"
- ἀδο-λέσχης[ᾱ], -ου, ὁ, πολυλογάς, απεραντολόγος, ματαιολόγος, φλύαρος, σε Αριστοφ., Πλάτ. (πιθ. από τα ἄδην, λέσχη = ομιλία μέχρι κορεσμού).

