Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀδικέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀδῐκέω: Ιων. παρατ. ἠδίκεον ή -ευνΠαθ., μέλ., σε Μέσ. τύπο ἀδικήσομαι ή Παθ. ἀδικηθήσομαι (ἄδικοςI. διαπράττω αδίκημα, αμαρτάνω, σε Ηρόδ. κ.λπ.· τἀδικεῖν, το να πράττει κάποιος το κακό, σε Σοφ.· τὸ μἀδικεῖν, δίκαιος τρόπος, σε Αισχύλ.· αλλά· σχήσει τὸ μἀδικεῖν, θα εμποδίσει, θα καταπαύσει την αδικία, στον ίδ.· στη δικανική γλώσσα, η παράνομη πράξη, οπότε το αναφερόμενο αδίκημα συνάπτεται ως μτχ.· Σωκράτης ἀδικεῖ διδάσκων, σε Πλάτ., Ξεν.· με σύστ. αιτ., ἀδικίαν, ἀδίκημα, σε Πλάτ., ή με ουδ. επιθ., ἀδικεῖν πολλά, μεγάλα, στον ίδ.· οὐδέν, μηδὲν ἀδικεῖν, στον ίδ.· επίσης, ἀδικεῖν περὶ τὰ μυστήρια, σε Δημ. II. 1. μτβ. με αιτ. προσ., αδικώ, καταστρέφω, βλάπτω, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με διπλή αιτ., αδικώ κάποιον σε κάτι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· τὰ μέγιστα ἀδικεῖν τινα, σε Δημ.· ἀδικεῖν τινα περί τινος, σε Πλάτ.Παθ., βλάπτομαι· μὴ δῆτ' ἀδικηθῶ, σε Σοφ.· ἀδικεῖσθαι εἴς τι, σε Ευρ. 2. καταστρέφω, φθείρω, ζημιώνω, προκαλώ βλάβη, χαλώ· ἀδικεῖν γῆν, σε Θουκ.