Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀδηφάγος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀδη-φάγος, -ον (ἅδην, φᾰγεῖν), πολυφάγος, λαίμαργος· ἀδηφάγος ἀνήρ, λέγεται για αθλητή, σε Θεόκρ.· τὴν ἀδηφάγον νόσον, αυτή την άπληστη πληγή ή θλίψη, τον αχόρταγο πόνο, σε Σοφ.