LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀδημονέω"
- ἀδημονέω[ᾰδ-], απαρ. αορ. αʹ ἀδημονῆσαι· αγωνιώ, ανησυχώ σοβαρά, σε Πλάτ.· ἀδημονῆσαι τὰς ψυχάς, σε Ξεν. (αμφίβ. προέλ.).