Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀδελφός"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἀδελφός[ᾰ], (α αθροιστικό, δελφύς· πρβλ. Λατ. co-uterinus), ώστε ἀδελφοί είναι κυρίως οι γιοι της ίδιας μητέρας. I. 1. ως ουσ., ἀδελφός, , κλητ. ἄδελφε (όχι ἀδελφέ), Ιων. ἀδελφεός, Επικ. ἀδελειός· ο αδελφός ή γενικά ο στενός συγγενής· ἀδελφοί, αδελφός και αδελφή, όπως το Λατ. fratres, σε Ευρ.· ἀδελφεοὶ ἀπ' ἀμφοτέρων, αδελφοί κι απ' τους δύο γονείς, δηλ. όχι ετεροθαλή αδέλφια, σε Ηρόδ. 2. ο εν Χριστώ αδελφός, σε Κ.Δ. II. 1. επίθ., ἀδελφός, , -όν, αδελφικός, σε Τραγ., Πλάτ. 2. όπως το Λατ. geminus, gemellus, για οτιδήποτε διπλό, ζευγάρι ή δίδυμο· έπειτα ακριβώς όμοιος, σε Ξεν.· με γεν. ή δοτ., ἀδελφὰ τῶνδε, ἀδελφὰ τούτοισι, σε Σοφ.
ἁδελφός, κράση του ὁ ἀδελφός.