LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀδελφή"
- ἀδελφή, ἡ, 1. θηλ. του ἀδελφός, αδερφή, σε Τραγ. κ.λπ.· Ιων. ἀδελφεή, σε Ηρόδ.· Επικ. ἀδελφειή, σε Ανθ.· Δωρ. ἀδελφεά, σε Σοφ. 2. αδελφή, ως μέλος χριστιανικής κοινότητας, σε Κ.Δ.

