Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀδίαντος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀ-δίαντος, -ον (διαίνω), I. αυτός που δεν έχει υγρανθεί, στεγνός, σε Σιμων. II. ἀδίαντον, τό, είδος φυτού, «το πολύτριχο», σε Θεόκρ.