LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀδήριτος"
- ἀ-δήρῑτος, -ον (δηρίομαι), I. αυτός που γίνεται χωρίς αγώνα ή πάλη, σε Ομήρ. Ιλ. II. ακαταμάχητος, αήττητος· ἀνάγκης σθένος, σε Αισχύλ.