Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀγωνίζομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀγωνίζομαι, μέλ. -ῐοῦμαι (με Παθ. σημασία, βλ. παρακ. Β), αόρ. αʹ ἠγωνισάμην, παρακ. ἠγώνισμαι (με Ενεργ. σημασία)· αόρ. αʹ ἠγωνίσθην (ἀγών
Α. I. 1.
ως αποθ., διαγωνίζομαι για έπαθλο ή βραβείο, ιδίως σε δημόσιους αγώνες, σε Ηρόδ.· πρός τινα, σε Πλάτ.· τινί, στον ίδ.· περί τινος, για κάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με σύστ. αντ., ἀγωνίζομαι στάδιον, στον ίδ.· ἀγῶνα περί τῆς ψυχῆς ἀγ., σε Δημ. 2. πολεμώ, μάχομαι, σε Ηρόδ., Θουκ.· περὶ τῶν ἁπάντων ἀγωνίζομαι, στον ίδ.· πρός τινα, στον ίδ.· με σύστ. αντ., ἣν (μάχην) ἀγωνίζεσθε, σε Ευρ. 3. διαγωνίζομαι για τη διάκριση, για το βραβείο πάνω στη σκηνή, και τα δύο λέγονται για τον ποιητή, σε Ηρόδ. κ.λπ.· όπως επίσης λέγεται για τον υποκριτή ηθοποιό, σε Δημ.· γενικά, αγωνίζομαι για τη νίκη· καλῶς ἠγώνισαι, σε Πλάτ. 4. λέγεται για δημόσια αγόρευση, σε Ξεν. II. διεξάγω δικαστικό αγώνα, χρησιμοποιείται ως δικανικός - νομικός όρος, σε Αντιφ.· με σύστ. αντ.· ἀγωνίζομαι δίκην, γραφήν, υπερασπίζω στο δικαστήριο κάποια υπόθεση μέχρι τέλους, σε Δημ.· ἀγωνίζομαι ψευδομαρτυριῶν (ενν. γραφήν), στον ίδ.· ἀγωνίζομαι ἀγῶνα, σε Ανδοκ. κ.λπ.· αλλά το ἀγωνίζομαι φόνον, υπερασπίζω τον εαυτό μου κατά κατηγορίας φόνου, σε Ευρ. III. γενικά, αγωνίζομαι, κοπιάζω, προσπαθώ έντονα, με απαρ., σε Θουκ.· με σύστ. αιτ., ἃ μὲν ἠγωνίσω, σε Δημ. Β. ως Παθ., κερδίζομαι, κατακτώμαι με μεγάλο αγώνα, έρχομαι εις πέρας, κυρίως στον παρακ.· πολλοὶ ἀγῶνες ἀγωνίδαται (Ιων. αντί ἠγωνισμένοι εἰσι), σε Ηρόδ.· τὰ ἠγωνισμένα, διαφιλονικούμενα, σε Ευρ. κ.λπ.· ὁ ἀγωνιζόμενος νόμος, διεκδικούμενος, υπό κρίση νόμος, σε Δημ.· Μέσ. μέλ. με Παθ. σημασία, ἀγωνιεῖται τὸ πρᾶγμα, θα συζητηθεί και θα αποφασιστεί, στον ίδ.