Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀγωγός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀγωγός, -όν (ἄγω), I. αυτός που οδηγεί, καθοδηγεί, και ως ουσ. οδηγός, καθοδηγητής, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με γεν., δύναμις ἀνθρώπων ἀγωγός, η δύναμη της καθοδήγησης των ανθρώπων, σε Πλούτ. II. αυτός που οδηγεί προς ένα σημείο ή μέρος· εἴς, πρός ή ἐπί τι, σε Πλάτ. κ.λπ. III. 1. αυτός που σύρει εμπρός, ελκυστικός, παρελκυστικός, αυτός που προκαλεί· χοαὶ νεκρῶν ἀγωγοί, σε Ευρ.· δακρύων ἀγωγός, στον ίδ. 2. απόλ., ελκυστικός, σε Πλούτ.