LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀγρός"
- ἀγρός[ᾰ φύσει], -οῦ, ὁ, Λατ. ager, 1. κτήμα, χωράφι· στον πληθ., αγροί, κτήματα, σε Όμηρ. κ.λπ.· στον ενικ., αγροικία, φάρμα, σε Ομήρ. Οδ. 2. εξοχή, αντίθ. προς την πόλιν, στο ίδ.· ἀγρῷ ή ἐπ' ἀγροῦ, στην εξοχή, στο ίδ.· κατ' ἀγρούς, στο ίδ.· ἐπ' ἀγρῶν, σε Σοφ.