Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀγνώμων"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀ-γνώμων, -ον, γεν. -ονος (γνώμη), I. 1. άδικος, αναίσθητος, σε Πίνδ., Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ., ἀγνωμόνως, ανόητα, σε Ξεν. 2. ισχυρογνώμων, αυθάδης, υπεροπτικός, αλαζόνας (στο συγκρ. ἀγνωμονέστερος), σε Ηρόδ.· στον υπερθ., σε Ξεν. 3. αναίσθητος, ανεπιεικής, σκληρόκαρδος, σε Σοφ., Ξεν. II. λέγεται και για πράγματα, απερίσκεπτος, κτηνώδης, απάνθρωπος, σε Σοφ., Αισχίν.