Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀγκών"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀγκών, -ῶνος, (ἄγκος), I. 1. κλείδωση βραχίονα, αγκώνας, σε Όμηρ. 2. γενικά, χέρι, βραχίονας, όπως το ἀγκάλη, σε Πίνδ., Σοφ. II. κάθε γωνία, όπως η προεξέχουσα γωνία τείχους, σε Ομήρ. Ιλ.· καμπή ή έκταση ποταμού, σε Ηρόδ.· ἕσπεροι ἀγκῶνες, στο Σοφ., φαίνεται ότι σημαίνει τη δυτική καμπή του όρμου του Ροιτείου κοντά στο στόμιο του Σιμόεντος.