
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀγελαῖος"
- ἀγελαῖος, -α, -ον (ἀγέλη), I. αυτός που ανήκει σε αγέλη, αυτός που τρέφεται στους αγρούς, σε Όμηρ., Αττ. II. 1. αυτός που ζει σε κοπάδια, αγέλες ή πλήθη, ο κοπαδιάρικος· ἰχθύες, σε Ηρόδ.· ἀγελαῖα, τά, κοπαδιάρικα ζώα, ζώα που ζουν σε αγέλες, σε Πλάτ. 2. προερχόμενος από αγέλη ή μπουλούκι, δηλ. κοινός, στον ίδ. κ.λπ.