LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀγείρω"
- ἀγείρω (√ΑΓΕΡ)· παρατ. ἤγειρον, αόρ. αʹ ἤγειρα, Επικ. ἄγειρα — Μέσ., αόρ. αʹ ἠγειράμην — Παθ. αόρ. αʹ ἠγέρθην, παρακ. ἀγήγερμαι· Επικ. γʹ πληθ. υπερσ. ἀγηγέρατο· ο Όμηρ. χρησιμοποιεί έναν βραχύτερο αόρ. βʹ Μέσ. φωνής αλλά Παθ. σημασίας, ἀγέροντο, απαρ. ἀγερέσθαι, μτχ. ἀγρόμενος· I. συγκεντρώνω, συναθροίζω, με αιτ., σε Όμηρ., Αττ. — Παθ., συνέρχομαι, συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι, σε Όμηρ.· ἀγρόμενοι σύες, αγέλη, συγκέντρωση χοίρων, γουρουνιών, σε Ομήρ. Οδ.· θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἀγέρθη, ἐς φρένα θυμὸς ἀγέρθη, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. λέγεται για πράγματα, συγκαλώ, συλλέγω, συναθροίζω, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και στη Μέσ., ἀγειρόμενοι κατὰ δῆμον, στο ίδ. 2. συλλέγω μέσω επαιτείας, στο ίδ. 3. ὀφρύας εἰς ἓν ἀγείρειν, συνοφρυώνομαι, κατσουφιάζω, σε Ανθ.