LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀγγαρεύω"
- ἀγγᾰρεύω, μέλ. -σω (ἄγγαρος), πιέζω κάποιον ώστε να λειτουργήσει ως αγγελιαφόρος (κατά λέξη: ως βασιλικός έφιππος ταχυδρόμος), εξαναγκάζω κάποιον να εκτελέσει υπηρεσία, σε Κ.Δ.