LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀγγέλλω"
- ἀγγέλλω (ἄγγελος)· Επικ. και Ιων. μέλ. ἀγγελέω, Αττ. ἀγγελῶ· αόρ. αʹ ἤγγειλα, παρακ. ἤγγελκα — Μέσ., αόρ. αʹ ἠγγειλάμην — Παθ., μέλ. ἀγγελθήσομαι, αόρ. αʹ ἠγγέλθην, παρακ. ἤγγελμαι, Παθ. αόρ. βʹ ἠγγέλην· απαντά μονάχα στους μεταγεν. συγγραφείς· I. 1. φέρνω μήνυμα· τινί, σε κάποιο πρόσωπο, σε Όμηρ.· με αιτ. και απαρ., αναγγέλλω, διακηρύττω ότι..., σε Ομήρ. Ιλ. 2. με αιτ. πράγμ., ανακοινώνω, αναφέρω, σε Όμηρ., Αττ. 3. με αιτ. προσ., φέρνω νέα, ειδήσεις για..., σε Ομήρ. Οδ.· περί τινος, σε Σοφ. II. Μέσ., αυτοαναγγέλλομαι, στον ίδ. III. Παθ., αναφέρομαι ως..., στον ίδ. κ.λπ.· τὰ ἠγγελμένα, αναφορές, ειδήσεις, σε Θουκ.