Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀγανακτέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀγᾰνακτέω, μέλ. -ήσω (ἄγαν), 1. αισθάνομαι μεγάλη οργή· μεταφ., λυπούμαι, δυσαρεστούμαι, ενοχλούμαι, εξοργίζομαι, αγανακτώ, σε Αριστοφ., Πλάτ.· με δοτ. πράγμ., οργίζομαι, δυσαρεστούμαι με κάτι, στον ίδ.· ἐπί τινι, σε Ισοκρ.· ὑπέρ τινος, διά τι, σε Πλάτ. 2. ενοχλούμαι εξαιτίας ενός προσώπου ή με ένα πρόσωπο· τινί, σε Ξεν.· πρός τινα, σε Πλούτ.· κατά τινος, σε Λουκ.· με αιτ. προσ., ἀγανακτέω τινὰς ἀποθνήσκοντας, είμαι εξοργισμένος με το θάνατό τους, σε Πλάτ.