Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀγαθός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀγᾰθὸς[ᾰγ], , -όν (αμφίβ. προέλ.)· καλός, Λατ. bonus. I.λέγεται για πρόσωπα· 1. αρχικά, καλός, ευγενής, αριστοκρατικός, σε σχέση με την καταγωγή, αντίθ. προς το κακοί· πατρὸς δ' εἴμ' ἀγαθοῖο, θεὰ δέ με γείνατο μήτηρ, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀγαθοὶ καὶ ἐξ ἀγαθῶν, Λατ. boni bonis prognati, σε Πλάτ.· με αυτή την πρωταρχική σημασία συνδέθηκε και αυτή της πολιτικής δύναμης και του πλούτου, όπως στο Λατ. optimus quisqueστο Σαλ. και στον Κικ.· ιδίως στη φράση καλοὶ κἀγαθοὶ (βλ. καλοκἀγαθός). 2. καλός, γενναίος, ανδρείος, σχετικά με την απόδοση αυτών των αερτών στους αρχιστράτηγους, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀγαθὸς ἐν ὑσμίνῃ, βοὴν ἀγαθός, πὺξ ἀγαθὸς κ.λπ., σε Όμηρ.· ἀγαθὰ τὰ πολέμια, τὰ πολιτικά, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης με δοτ., ἀγαθὸς πολέμῳ, σε Ξεν.· και με πρόθ., ἀγαθὸς εἴς τι, περί τι, πρός τι, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίσης με απαρ., ἀγαθὸς μάχεσθαι, ἱππεύεσθαι, ικανός, δεινός στη μάχη κ.λπ., σε Ηρόδ. 3. ακέραιος, αγαθός, με ηθική σημασία, σε Πλάτ. κ.λπ. 4. ἀγαθοῦ δαίμονος, ως πρόποση, «στην τιμή του καλού πνεύματος», σε Αριστοφ. II. λέγεται για πράγματα· 1. πρόσφορος, χρήσιμος· Ἰθάκη ἀγαθὴ κουροτρόφος, σε Ομήρ. Οδ.· ἀγαθὸς τοῖς τοκεῦσι, τῇ πόλει, σε Ξεν.· με γεν., εἴ τι οἶδα πυρετοῦ ἀγαθόν, καλό για τον πυρετό, στον ίδ.· ἀγαθόν (ἐστι) με απαρ., είναι καλό να..., σε Όμηρ. κ.λπ. 2. ἀγαθόν, τό, το καλό· λέγεται για πρόσωπα, φίλον, ὃ μέγιστον ἀγαθὸν εἶναί φασι, σε Ξεν.· ἐπ' ἀγαθῷ τοῖς πολίταις, σε Αριστοφ.· τὸ ἀγαθὸν ή τἀγαθόν, το καλό, Λατ. summum bonum, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίσης, καλή ράτσα, λέγεται για άλογο, σε Ξεν. III. αντί των κανονικών βαθμών του συγκρ. χρησιμοποιούνται πολλοί τύποι· συγκρ. ἀμείνων, ἀρείων, βελτίων, κρείσσων, λωΐων (λῴων), Επικ. βέλτερος, λωΐτερος, φέρτερος — υπερθ. ἄριστος, βέλτιστος, κράτιστος, λώϊστος (λῷστος), Επικ. βέλτατος, κάρτιστος, φέρτατος, φέριστος. IV. το επίρρ. είναι συνήθως το εὖ· το ἀγαθῶς υπάρχει σε μεταγεν. συγγραφείς.