LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀγήνωρ"
- ἀγ-ήνωρ[ᾰ], -ορος, ὁ, ἡ (ἄγαν, ἀνήρ), ποιητ. επίθ., ανδρείος, θαρραλέος, ηρωικός, σε Ομήρ. Ιλ.· με αρνητική σημασία, ξεροκέφαλος, ισχυρογνώμων, υπεροπτικός, αλαζόνας, σε Όμηρ., Ησίοδ.