LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀγέρωχος"
- ἀγέρωχος[ᾰ], -ον,ποιητ. επίθ.· I. μεγαλόφρων, μεγαλοπρεπής, σε Όμηρ. κ.λπ.· απαντά και στον Πίνδ. σχετικά με ευγενείς πράξεις. II. με αρνητική σημασία, επηρμένος, υπεροπτικός, αναιδής, αυθάδης, σε Αρχίλ., Λουκ.· παρομοίως και επίρρ., ἀγερώχως, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).

