LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀγέλη"
- ἀγέλη, ἡ (ἄγω), I. κοπάδι αλόγων, βοδιών και αγελάδων, πρβλ. βούνομος· λέγεται για χοίρους, συῶν ἀγέλη, σε Ησίοδ. II. κάθε είδους κοπάδι ή ομάδα, σε Σοφ., Ευρ.· μεταφ., πόνων ἀγέλαι, στον ίδ.
- ἀγεληδόν, επίρρ. (ἀγέλη), κοπαδιαστά ή κατά ομάδες, αγέλες, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· Δωρ. ἀγελᾱδόν, σε Θεόκρ.
- ἀγέληφι, Επικ. δοτ. του ἀγέλη, σε Ομήρ. Ιλ.