LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀγάλλω"
- ἀγάλλω[ᾰ], μέλ. ἀγᾰλῶ, αόρ. αʹ ἤγηλα, υποτ. ἀγήλω, απαρ. ἀγῆλαι — Παθ., κυρίως στον ενεστ. και παρατ.· κάνω κάποιον ένδοξο, κοσμώ, μεγαλύνω με αιτ.· ιδίως, αποδίδω τιμές σε έναν θεό· ἀγάλλω τινὰ θυσίαισι, σε Αριστοφ.· στολίζω, διακοσμώ, γαμηλίους εὐνάς, σε Ευρ. — Παθ., ευφραίνομαι, καυχώμαι, τέρπομαι με ένα πράγμα, με δοτ., σε Όμηρ., Αττ.· απόλ., σε Ηρόδ. κ.λπ.