LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀβοήθητος"
- ἀ-βοήθητος, -ον (βοηθέω), αυτός που δεν έχει βοήθεια, που δεν δέχεται βοήθεια, σε Πλούτ.