LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀβληχρός"
- ἀβληχρός, -ά, -όν (α ευφωνικό, βληχρός), αδύναμος, ισχνός, ασθενής, αδύνατος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀβληχρὸς θάνατος, εύκολος και φυσικός θάνατος σε ώριμη γεροντική ηλικία, αντίθ. προς το βίαιος θάνατος, σε Ομήρ. Οδ.