Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀβλαβής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀ-βλᾰβής, -ές (βλάβη), αβλαβής, αυτός που δεν έχει υποστεί φθορά, δηλ.· I. Παθ., σώος, ασφαλής, άθικτος, αυτός που δεν υπέστη βλάβη, σε Αισχύλ. κ.λπ. II. 1. Ενεργ., αυτός που δεν επιφέρει βλάβη, άκακος, ακίνδυνος, καλοήθης, αθώος, σε Αισχύλ., σε Πλάτ. 2. αυτός που αποκρούει ή προλαμβάνει τη βλάβη, σε Θεόκρ. 3. επίρρ., ἀβλαβῶς· στις Αττ. φρ.: ἀβλαβῶς σπονδαῖς ἐμμένειν, χωρίς να προκαλούν βλάβη, σε Θουκ.· ομοίως οι ίδιες οι σπονδαὶ αποκαλούνται ἄδολοι καὶ ἀβλαβεῖς, στον ίδ.