LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀβέβαιος"
- ἀ-βέβαιος, -ον, 1. αμφίβολος, ασταθής, ευμετάβολος· τὸ ἀβέβαιον = ἡ ἀβεβαιότης, σε Λουκ. 2. λέγεται για πρόσωπα, μη σταθερός, αναξιόπιστος, ταλαντευόμενος, σε Δημ. κ.λπ.