LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀήθης"
- ἀ-ήθης, -ες (ἦθος), I. παράδοξος, ασυνήθιστος, σε Αισχύλ.· επίρρ. -θως, απροσδόκητα, σε Θουκ. II. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν είναι συνηθισμένος σε κάτι· με γεν., μάχης, στον ίδ., τοῦ προπηλακίζεσθαι, σε Δημ.

