Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀέξω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀέξω, παλαιός ποιητ. τύπος του αὔξω (αὐξάνω), κυρίως στον ενεστ. και παρατ. χωρίς αύξηση· μεταγεν. ποιητές παραδίδουν μέλ. ἀεξήσω, αόρ. αʹ ἠέξησα, Μέσ. μέλ. ἀεξήσομαι, Παθ. αόρ. αʹ ἀεξήθην: I. 1. αυξάνω, διευρύνω, καλλιεργώ, τρέφω, ενθαρρύνω, ισχυροποιώ· μένος μέγα θυμὸς ἀέξει, σε Ομήρ. Ιλ.· θυμὸν ἀέξειν, στο ίδ.· πένθος ἀέξειν, τρέφω θλίψη, σε Ομήρ. Οδ.· υἱὸν ἀέξειν, ανατρέφω τον γιο μέχρι να ανδρωθεί, μέχρι την ανδρική ηλικία, στο ίδ.· ἔργον ἀέξουσι θεοί, οι θεοί ευλογούν και προάγουν την εργασία, στο ίδ. 2. ανυψώνω, εξαίρω κάποιον μέσω των έργων του, δοξάζω, εκθειάζω, επαινώ· τὸ πλῆθος ἀέξειν, σε Ηρόδ.· μεγαλύνω, υπερβάλλω, μεγαλοποιώ· (ἀγγελίαν) μῦθος ἀέξει, σε Σοφ. 3. ἀέξειν βούταν φόνον, σε Ευρ. II. Παθ., αυξάνομαι, γίνομαι μεγάλος· ἀέξετο, γινόταν ψηλός, σε Ομήρ. Οδ.· οὐ ποτ' ἀέξετο κῦμά γ' ἐν αὐτῷ, κανένα κύμα δεν υψωνόταν μέχρι αυτόν, στο ίδ.· χόλος ἐν στήθεσσιν ἀέξεται, σηκώνεται ψηλά, σε Ομήρ. Ιλ.· τόδε ἔργον ἀέξεται, ευδοκιμεί, ευοδώνεται, σε Ομήρ. Οδ.· ἀέξετο ἱερὸν ἦμαρ, πλησίαζε το μεσημέρι, σε Ομήρ. Ιλ.· παρομοίως και: κέρδος ἀέξεται, σε Αισχύλ.