
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀάω"
- ἀάω (√ΑϜ, πρβλ. ἄτη, αὐ-άτα), χρησιμοποιείται από τον Όμηρ. στον Ενεργ. αόρ. αʹ ἄᾰσα, συνηρ. ἆσα, Μέσ. ἀᾰσάμην, συνηρ. ἀσάμην, Παθ., ἀάσθην· ενεστ. μόνο στο γʹ ενικ. της Μέσ. ἀᾶται· I. κυρίως, βλάπτω, φθείρω, καταστρέφω· έπειτα, παροδηγώ, παραπλανώ, λέγεται για τις παρενέργειες του κρασιού, του ύπνου, των θεϊκών χρησμοδοτήσεων, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως στη Μέσ., Ἄτη ἣ πάντας ἀᾶται, σε Ομήρ. Ιλ. II. Μέσ. και Παθ. αόρ. αʹ με αμτβ. σημασία· ενεργώ αλόγιστα ή αψήφιστα· ἀασάμην = αποχαυνώθηκα, αποβλακώθηκα, πλανήθηκα, σε Ομήρ. Ιλ.· μέγ'ἀάσθη, στο ίδ. (Οι ποσότητες των φωνηέντων ποικίλλουν· ᾱᾰσεν, ᾱᾱσαν, μτχ. ᾰᾰσας· ᾱᾰσᾰμην, ᾰᾱσᾰτο· ᾰασθην, ᾱασθη).