Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀάατος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀ-άᾱτος, -ον, στην Ομήρ. Ιλ. με μακρόχρονη παραλήγουσα, I. (α στερητικό, ἀάω) απαραβίαστος, απαράβατος, άτρωτος· νῦν μοι ὄμοσσον ἀάᾱτον Στυγὸς ὕδωρ, επειδή οι θεοί έδιναν τους πιο ιερούς τους όρκους στο νερό της Στύγας. II. ἀάᾰτος, -ον, στην Ομήρ. Οδ. με βραχεία παραλήγουσα, (α αθροιστικό, ἀάω), επιβλαβής, επικίνδυνος· ἄεθλος ἀάᾰτος.