LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ψῆγμα"
- ψῆγμα, -ατος, τό (ψήχω), αυτό που τρίβεται ή τεμαχίζεται, ξύσμα, κομμάτι, μόριο, ρίνισμα, Λατ. ramentum, ψῆγμα (με ή χωρίς τη γεν. χρυσοῦ), χρυσόσκονη, σε Ηρόδ.· ψῆγμα πυρωθέν, δηλ. σκόνη και στάχτη, σε Αισχύλ.