Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ψύχω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ψύχω[ῡ], μέλ. ψύξω, αόρ. αʹ ἔψυξα, Παθ. μέλ. αʹ ψυχθήσομαι, αόρ. βʹ ψῠγήσομαι, Παθ. αόρ. αʹ ἐψύχθην, βʹ ἐψύχην [ῠ], παρακ. ἔψυγμαι· I. πνέω, φυσώ, ἦκα μάλα ψύξασα, σε Ομήρ. Ιλ. II. συνήθως, κάνω κάτι ψυχρό, δροσίζω, αναψύχω κάτι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. III. στεγνώνω, κάνω κάτι ξηρό — Παθ., σε Ξεν.