LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ψόφος"
- ψόφος, ὁ, 1. κάθε άναρθρος ήχος, κρότος, θόρυβος, σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για μουσικά όργανα, ψόφος λωτοῦ, κιθάρας, σε Ευρ. 2. απλός ήχος, κενός ήχος ή θόρυβος, σε Σοφ., Ευρ.· ψόφου πλέως, λέγεται για τον Αισχύλο, σε Αριστοφ.