LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ψυχρότης"
- ψυχρότης, -ητος, ἡ, I. ψυχρότητα, κρύο, σε Πλάτ. II. μεταφ., λέγεται για ανθρώπους, ψυχρότητα στην καρδιά, έλλειψη θερμών αισθημάτων, σε Δημ.· νωθρότητα, αδράνεια, σε Πλούτ.