Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ψυχρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ψῡχρός, , -όν (ψύχωI. κρύος, σε Ομήρ. Ιλ.· ψυχρὸς χαλκός (όπως λέμε «ψυχρός σίδηρος»), στο ίδ.· λέγεται για το νερό, ψυχρὸν ὕδωρ, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.· και ψυχρόν μόνο του (χωρίς το ὕδωρ), ψυχρῷ λοῦνται, σε Ηρόδ.· λέγεται για νεκρούς, νέκυς, σε Σοφ.· επίσης, τὸ ψυχρόν, = τὸ ψῦχος, το κρύο, στο ίδ.· συγκρ. -ότερος, σε Ηρόδ., Πλάτ. II. μεταφ., ψυχρός, Λατ. frigidus· 1. λέγεται για πράγματα και γεγονότα, ψυχρός, μάταιος· ψυχρὰ ἐπικουρίη, σε Ηρόδ.· ἐπαρθεὶς ψυχρῇ νίκῃ, στον ίδ.· ψυχρὸν παραγκάλισμα, σε Σοφ.· ψυχρὰ τέρψις, ἐλπίς, σε Ευρ. 2. επίσης, λέγεται για ανθρώπους, ψυχρός στην καρδιά, άκαρδος, αναίσθητος, άπονος, σε Πλάτ., Ξεν. 3. λέγεται για υπερβολικές φράσεις, ψυχρός, υπερβολικός, σε Πλάτ., Δημ.