LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ψυχαγωγέω"
- ψῡχᾰγωγέω, μέλ. -ήσω (ψυχαγωγός)· I. οδηγώ τις ψυχές των νεκρών στον Κάτω Κόσμο, λέγεται για τον Ερμή, σε Λουκ. II. μεταφ., έλκω τις ψυχές των ζωντανών, θέλγω, προσελκύω, σαγηνεύω, σε Ξεν. κ.λπ.· με αρνητική σημασία, παραπλανώ, εξαπατώ, σε Ισοκρ.